- αζάς
- (4ος αι. μ.Χ.). Διάκονος από τη Βηθνηρή της Περσίας. Μαρτύρησε επί Σαπφώρ Β’ (309-319), με τον πρεσβύτερο Ιάκωβο. Οδηγήθηκαν και οι δύο στον μάγο Αργωχαιγάρ και, επειδή δεν πείστηκαν να θυσιάσουν στον ήλιο και στη φωτιά, αφού κρεμάστηκαν γυμνοί, αποκεφαλίστηκαν. Η μνήμη τους τιμάται στις 10 Απριλίου.
* * *ο1. μέλος συμβουλίου αρχόντων ή δικαστηρίου2. τίτλος δημογερόντων επί τουρκοκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aza].
Dictionary of Greek. 2013.